Ahad, 24 Jun 2007

BROUGH SUPERIOR SS100 (1924)


BROUGH SUPERIOR SS100
ΑΓΓΛΙΑ
Έτη παραγωγής 1924-1939
Engine type: 45 V-twin only 4-stroke.
998cc
μέγιστη ταχύτητα 100mph
H brough Superior SS100 είχε ονομαστεί η πρώτη superbike.Στις αρχές του 30' ήταν η καλύτερη και πιο γρήγορη μοτοσυκλέτα που είχε φτιαχτει μέχρι τότε.

Ο σχεδιαστής της μοτοσυκλέτας George Brough . Η πολυτέλεια της κατασκευης της μοτοσυκλέτας της έδωσε τον τίτλο THE ROLLS ROYCE OF MOTORCYCLES.







WORLD SPEED RECORDS :
1924: BROUGH SUPERIOR SS100 ΟΔΗΓΟΣ H.LeVack ΑΓΩΝΑΣ France Arpajon 191.5km/h

1929: BROUGH SUPERIOR SS100 ΟΔΗΓΟΣ H.LeVack ΑΓΩΝΑΣ france Arjapon 207.3km/h
1937 : BROUGH SUPERIOR SS100 ΟΔΗΓΟΣ E.Fernihough ΑΓΩΝΑΣ Hungary Gyon 273.2km/h






Ο διασημότερος αναβάτης ήταν ο Στρατηγός Λόρενς (ο Λόρενς της Αραβίας).
Τ. Ε. Λόρενς: Ο πρίγκιπας της ερήμου

Ο πρίγκηπας της ερήμου λάτρευε τις μηχανες , και η τελευταία του απόκτηση ήταν μια BROUGH SUPERIOR SS100 με αριθμό κυκλοφορίας GW 2275. που την αποκαλούσε Τζόρτζ! Την μηχανη την απέκτησε το το Μάρτη του 1932.Εκείνη την επόχη του είχε απαγορευτεί να πετάει με τα αεροπλάνα της RAF. Ένα ατύχημα στις 13/05/1935 με την αγαπημένη του Superior ss100 προσπαθώντας να αποφύγει 2 ποδήλατα του στέρησε την ζωή. Απεβίωσε 19/05/1935.
_________________________________________________
txt:Achilles
info:British motorcycle encyclopedia
_________________________________________________


Rabu, 20 Jun 2007

Motorcycle kid - a Tale by Achilles

Ο μικρός εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ήταν ανήσυχος σαν να ήξερε οτι κάτι θα συμβεί απόψε. Σίγουρα όμως δεν ήξερε ότι απόψε θα ήταν και η τελευταία νύχτα που θα πέρνούσε στο σπίτι του.
Σήμερα είχε τα γενεθλια του, έκλεινε τα 12. Ήθελε να είχε καλέσει τους φίλους, αλλά αυτό ηταν αδύνατο λόγω απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Έτσι και αλλιως είχε συνηθίσει να γιορτάζει παρέα μόνο με τον πατέρα του. Ένιωθε όμως έντονα ότι αυτο το βράδυ θα ήταν διαφορετικό. Ξαφνικά πετάγεται έντρομος απο το κρεβάτι καθώς ένας απότομος ήχος ακούστηκε δυνατά. Προσπάθησε να ταυτίσει τον ήχο με κάτι το γνώριμο.Ήταν η πόρτα του γκαράζ.Ναι, ο μπαμπάς προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα του γκαράζ, τι περίεργo σκέφτηκε ο μικρός. Τί κάνει ο μπαμπάς τέτοια ώρα στο γκαράζ; Το βράδυ στην πόλη επικρατουσε η απόλυτη ησυχία λόγω της απαγόρευσης της κυκλοφορίας,οι πράκτορες της κυβέρνησης περιπολούσαν τους περισσότερους κεντρικούς δρόμους , όλα τα μαγαζια ήταν κλειστά και οι κάτοικοι βρισκόντουσαν φοβισμένοι μέσα στα σπίτια τους. Ακόμα και η μικρότερη δυνατή διαδρομή με το αμάξι ήταν απαγορευμένη. Τα αμάξια κινόντουσαν με πλήρη αυτοματισμό, προγραμματισμένα να ακολουθούν προκαθορισμένες πορείες απο το κεντρικό κυβερνητικό αρχηγείο. Μα που θέλει να πάει ο μπαμπάς , τι θέλει να κάνει; Τώρα η ανησυχία του μικρού είχε δώσει τη θέση της στον τρόμο.
Ο μικρός κοιτάζοντας απο το παράθυρο τη πόρτα του γκαράζ βλέπει τον πατέρα του να του φωνάζει. Μικρέ! Ντύσου πάρε το κράνος και κατέβα κάτω γρήγορα. Το κράνος; σκέφτηκε ο μικρός. Αυτό κι αν ήταν το πιο παράξενο δώρο που έχω ποτέ πάρει, και άρχισε να ντύνεται. Λίγες ώρες νωρίτερα, ο μπαμπάς έδινε το δώρο του στον μικρό, ένα μεγάλο μπλε κουτί που έκρυβε ένα παλιο φρεσκογυαλισμένο κράνος. Ένα κακόγουστο αστείο είχε σκεφτεί ο μικρός, αλλά απο 'τι φαίνετε τώρα, τελικά δεν ήταν αστείο.
Ο μικρός είχε κατέβει στο υπόγειο κρατώντας το κράνος. Ήθελε να κάνει χιλιαδες ερωτήσεις αλλά μόνο μια κατάφερε να πει. Μπαμπα είσαι καλά? Ναι, απαντάει ο μπαμπάς. Σύμβαίνει κάτι; επιμένει ο μικρός. Όχι, απαντάει πάλι ο μπαμπας. όποιος απαντάει μονολεκτικά σε τόσο σοβαρές ερωτήσεις θα πρέπει να κλείνετε ισόβια φυλακή και αν επιμένει απαντώντας πάλι μονολεκτικά τότε να κλείνετε δις ισόβια σκέφτηκε ο μικρός προσπαθώντας να σπάσει την ανησυχια με κάποια αστεια σκέψη.
Ο μπαμπάς άνοιξε μια μυστική πορτούλα και άρχισε να βγάζει μια πανέμορφη μεγάλη κόκκινη μοτοσυκλέτα. Ο μικρός γνώριζε ότι οι μοτοσυκλέτες είχαν απαγορευτεί τα τελευταία 2 χρόνια και δεν είχε στεναχωρηθεί για αυτό, ουδέποτε συμπαθούσε ιδιαίτερα τις μηχανές, του εμοιαζαν με καμικάζι σε αποστολή αυτοκτονίας, αλλά η συγκεκριμένη μηχανή είχε κάτι που τον εντυπωσίασε. Ο μπαμπάς ξερίζωσε μέσα απο την μοτοσυκλέτα την συσκευή εντοπισμού και αποσύνδεσε τον αυτόματο πιλότο. Τώρα όλος ο χειρισμός της μηχανής ήταν στα χέρια του, πράγμα σπάνιο για την εποχή μας.
καβαλήσαμε την μηχανή και ξεκινήσαμε αυτό το παράνομο και περίεργο ταξίδι, απομακρυνόμασταν απο το σπίτι ενώ η εξάτμιση μουρμούριζε μελωδικά και οι προβολείς έσκιζαν το απόλυτο σκοτάδι. Ο μικρός τώρα ήταν γεμάτος ένταση και προσμονή.
Ο πατέρας του οδηγούσε επικίνδυνα και επιδέξια λες και προσπαθούσε να ξεφύγει απο κάτι. Η μοτοσυκλέτα διεσχιζε δρόμους πρωτόγνωρους και ο μικρός γεμάτος ενθουσιασμό είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τι θα γινόταν. Για πρώτη φορά στην ζωή του θα έβγαινε ΕΞΩ! Έξω απο τον γυάλινο θόλο που σκέπαζε όλη την πόλη κρατώντας την φυλακισμένη. Χωρίς να ελλατώσουν την ταχυτητά τους ταξίδεψαν για πολλές ώρες με παρέα τους δίδυμους προβολείς της μοτοσυκλέτας καθώς το φώς τους ζωντάνευε τα τελευταία έρημα σπίτια. Η μοτοσυκλέτα όλο και πλησίαζε τον γυαλινο θόλο,ο μικρός τώρα ηταν ανυπόμονος να τον δει, καθώς μετά την δικτακτορία πολλοί λίγοι άνθρωποι είχαν φτάσει μέχρι εκει.
Ο μπαμπάς άνοιξε τέρμα το γκάζι, ο δρόμος σταμάταγε εκεί-αλλα όχι, η μηχανή μουγκρίζοντας συνεχίσε την πορεια της εμβολίζοντας τον τεράστιο επιβλητικό γυάλινο θόλο ενώ χιλιαδες κομματάκια γυαλιου εκσφεντονίζοταν δεξια και αριστερά. Εκείνη την στιγμή ο μικρός κατάλαβε οτι το ταξίδι τους ηταν χωρίς επιστροφή. Δεν θα γύρναγαν ποτε πια πίσω στο σπίτι τους.
Ο μικρός παρατηρούσε τα άστρα για πρώτη φορά στη ζωή του. Συνέχισαν για ώρες το ταξίδι τους διασχίζοντας νεκρές πολιτείες και προσπερνώντας καμμένα χωρια. Αν και το θέαμα ηταν θλιβερό, μια απερίγραπτη χαρά είχε πλυμμυρίσει τον μικρό καθώς καθώς ο αέρας της ελευθερίας του χαιδευε το κράνος.
Στάθηκαν κάπου να ξεκουραστούν. χρειαζόταν ενα μικρό διαλλειμα, όλα ειχαν γίνει τόσο ξαφνικα. Ακόμα και η μηχανή χρειάζεται ξεκούραση του λέει ο μπαμπάς. και αυτή η ανθρώπινη προσσέγγιση της μοτοσυκλέτας έκανε τον μικρό να χαμογελάσει και να σκεφτεί. Ο μπαμπάς της λατρέυει την μηχανή του. Ο μικρός δεν σταμάταγε να χαζευει το φεγγάρι-τον είχε μαγέψει, ο μπαμπάς όμως το έβλεπε για τελευταία φορά στην ζωή του.
Καθώς ξεκουραζόντουσαν , ο μπαμπάς λέει στον μικρό. Ανέβα να σε μάθω να την οδηγείς την κούκλα. Ο μικρός κοίταξε τη μεγάλη εντυπωσιακή μοτοσυκλέτα και για μια στιγμή του φάνηκε πολύ δύσκολο να μάθει να την χειρίζεται. Ο μπαμπάς καταλαβαίνοντας τον δισταγμό του μικρού του λέει, προσπάθησε μικρέ , πρέπει πάντα να προσπαθείς, όσο το σκέφτεσαι πείθεις τον ευατό σου ότι δεν μπορείς, έλα ανέβα. Ο μικρός καβάλησε την μοτοσυκλέτα και έπειτα απο λίγη ώρα μαθήματος άρχισε να την οδηγεί μόνος του. Προχωράει λίγα μέτρα και η μηχανή σωριάζεται στο έδαφος. ΣΗΚΩ! Φωνάζει ο πατέρας του, δεν πειράζει, προσπάθησε πάλι, μπορείς. Ο πατέρας σηκώνει την μοτοσυκλέτα, ο μικρός την καβαλάει ξανά, βάζει μπρος και αρχίζει ξανά την δοκιμαστική του πορεία. Όμως μετά απο λίγο χάνει και πάλι τον έλεγχο της μηχανής. Η μοτοσυκλέτα πέφτωντας του πλακώνει το πόδι και γδέρνει το δεξί του χέρι. Τώρα ήταν θυμωμένος, τώρα πόναγε, τώρα όμως είχα αποφασίσει πραγματικά οτι θα πετύχαινε να την οδηγήσει. Ο πατέρας του τον βοηθάει να σηκωθεί. Ο μικρός γεμάτος θυμό και αυτοπεποίθηση καβαλάει πάλι την μοτοσυκλέτα, τα πόδια του μόλις που φτάνουν τα μαρσπιε, αλλα ο μικρός ηταν αποφασισμένος, θα την οδηγούσε. Και τα καταφέρνει, οδηγεί την μηχανή σαν να την οδηγούσε χρόνια. Ο πατέρας του χαμογέλασε για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ.
Το έδαφος είχε αρχίσει να τρέμει ,ένα τεράστιο βουητό ακουγόταν ενώ μια μακρινή τρόμαχτική λάμψη διακρίνοταν στο βάθος του ορίζοντα. Δύο τεράστια οχήματα κατευθυνόντουσαν προς το μέρος που είχαν σταματήσει. Ήθελαν να πιασουν τους δραπέτες και να τους γυρίσουν πίσω στην πόλη-φυλακή. Ο πατέρας φωνάζει έντρομος στον μικρό. ΦΥΓΕ μακρία μικρέ , πάρε την κούκλα και φύγε όσο πιο μακριά μπορείς. Μα μπαμπά δεν θέλω να σε αφήσω λέει τρομαγμένος ο μικρός.ΦΥΓΕ τώρα, πήγαινε όσο πιο μακρια μπορείς και άσε το ενστικτό σου να σε οδηγήσει πέρα απο τα βουνά, στην αποικία των ελευθερων ανθρώπων, θα έρθω να σε βρώ μικρέ, μην ανησυχεις. Ο μικρός κατάλαβε ότι αυτό ηταν ψέμα. Δεν θα τον ξανάβλεπε ποτε πια. Μπαμπα έλα μαζί μου, σε παρακαλώ φώναζε ο μικρός με δάκρυα στα ματια. Μικρέ άκουσε με πρέπει να μείνω να τους καθυστερήσω, εσυ, πρέπει να σωθείς, πρεπει να φύγεις τώρα και θα έρθω να σε βρώ το υπόσχομαι.ΔΕΝ θέλω να σε αφήσω ουρλιαζε και ξανα ούρλιαζε ο μικρός.ΦΥΓΕ τώρα και να θυμάσαι ότι θα σ΄αγαπάω πάντα μικρέ. Και ο μικρός το έκανε. Έβαλε μπρος την μοτοσυκλέτα, φόρεσε το κράνος και έφυγε μακρια.
Ο μικρός είχε απομακρυνθεί, όταν ο κρότος απο δύο πυροβολισμους ακούστηκε διάχυτος στον αέρα και δύο λαμπερά ματια εμφανιστηκαν για μια στιγμή στο σκοτάδι. Η καρδια του μικρού ΠΑΓΩΣΕ και άρχισε να νιωθει μεγάλο πόνο και θλίψη. Δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά τον πατέρα του. Η μοτοσυκλέτα σπαρτάρισε σαν ψάρι έξω απο το νερό καθώς ο μικρός έσφιγε με όλη την δυναμη του το γκάζι. Η απόγνωση γέμισε το μυαλό του μικρού και η καρδια του χτύπαγε τρελλα.Κατάφερε να χαλαρώσει το χέρι του και η μηχανή ισσορόπησε ξανά συνεχίζοντας το μακρινό της ταξίδι.
Ο μικρός διεσχιζε τώρα μόνος του χιλιαδες χιλιομετρα ψάχνοντας να βρεί την αποικια του ελευθερου κόσμου. Διακρίνοντας ένα καραβάνι ανθρώπων ο μικρός κοίταξε τον ουρανό και είπε, Μπαμπα με έμαθες να οδηγώ καλά, τα κατάφερα,τους βρήκα, μην με ξεχάσεις ποτέ σε παρακαλώ, σε παρακαλώ....